Ή "Ν'αποφασίσουμε χωρίς αναβολή" και άλλες τέτοιες πολλές αοριστίες.
Φυσούσε απ'το σπασμένο τζάμι. Ύστερα ήρθανε κι άλλοι.
Γνωστοί κάθε βράδυ. Καθίσαν σιωπηλοί σ'ένα τραπέζι.
Σκέφτηκες πως περάσανε κι απόψε τόσες ώρες
-Σωστά το κάθε τι τελειώνει είναι τόσο απλό και φυσικό σαν το λες-
Μετρώνας ακόμη μια φορά ένα-ένα τα ναυαγισμένα μας όνειρα
Πως ζήσαμε και άλλο ένα βράδυ την ίδια πάντα αναμοή.
(Φίλοι καλοί, μη μας κατηγορήσετε. Σκίσαμε τώρα καιρό τα βιβλία μας
Καλύψαμε με τα χέρια τ'αφτιά μας στα σφυρίγματα των πλοίων
Ανάψαμε τη φωτιά μας το πρωί με τις παλιές φωτογραφίες)
Κάποια φορά σκεφτήκαμε πως έπρεπε να κοιτάξουμε περισσότερο τα χέρια μας
Είχα κάτι αρρωστιάρικα δάχτυλα, μέσα γλυστρούσε ανεπανόρθωτα το κάθε τι
Είπαν πως ό,τι αγγίζαμε ράγιζε. (Έπρεπε πια και εμείς να το πιστέψουμε).
Όμως γιατί ξαναγυρίζουμε κάθε φορά χωρίς σκοπό στον ίδιο τόπο;
Λέγαμε πως λησμονιούμασταν μέρες, ύστερα χρόνια, μα πάντα γυρνούσαμε
Κοιτάζαμε το πρόσωπό μας στον καθρέφτη και μια άλλη συνηθίσαμε μορφή.
...Φυσάει πολύ απ'το σπασμένο τούτο τζάμι. (Ποιός έριξε φεύγοντας τις καρέκλες στο πάτωμα;).
Δεν ξεχωρίσαμε στο τέλος αν έπρεπε να ξανάρθουμε ή να μην ξανάρθουμε
Θαρρούσες πως στο βάθος θα μας κούραζε το ίδιο. Δεν ξεχωρίσαμε.
(Είχαν τα πρόσωπά μας τόσο αλλόκοτα μπλεχτεί. Μη μας κατηγορήσετε. Χάσαμε πια οριστικά το δικό μας).
Μανόλης Αναγνωστάκης